ιερό οστό

ιερό οστό
Οστό της λεκάνης. Βρίσκεται στο κατώτερο τμήμα της σπονδυλικής στήλης και αρθρώνεται με τα ανώνυμα οστά, σχηματίζοντας το οπίσθιο τμήμα της πυέλου. Είναι μονοφυές, με τριγωνικό σχήμα και ελαφρώς καμπύλο. Αποτελείται από πέντε ιερούς σπονδύλους, που έχουν συνοστεωθεί. Το ι.ο. εμφανίζει διάφορα χαρακτηριστικά της σπονδυλικής στήλης, όπως τον ιερό σωλήνα (κάτι ανάλογο προς τον σπονδυλικό σωλήνα), την ιερή ακρολοφία (που αντιστοιχεί προς τις αγκαθωτές αποφύσεις) και τα ιερά τρήματα, αντίστοιχα προς τα μεσοσπονδύλια τρήματα. Το ι.ο. αρθρώνεται προς τα πάνω με τον πέμπτο οσφυϊκό σπόνδυλο σχηματίζοντας γωνία, ενώ προς τα κάτω αρθρώνεται με τον κόκκυγα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

  • κόκκυγας — Το κυριότερο ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης. Έχει επίπεδο, τριγωνικό σχήμα και ενώνεται με την κάτω επιφάνεια του ιερού οστού. Ο κ. σχηματίζεται από τη συνένωση των τελευταίων τεσσάρων έως έξι σπονδύλων, οι οποίοι είναι ατροφικοί. Η βάση του… …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • ιερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει θεϊκή προέλευση ή αναφέρεται γενικά στη θρησκεία, άγιος: Ιερά μυστήρια. – Ιερός ναός. – Ιερό Ευαγγέλιο. – Ιερά σκεύη. – «Ιερά Σύνοδος της ιεραρχίας της Ελλάδας» (ανώτερη αρχή της αυτοκέφαλης εκκλησίας της Ελλάδας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απευθυσμένο — Τμήμα στο παχύ έντερο, που αποτελεί συνέχεια του σιγμοειδούς και τελειώνει στο ύψος του πρωκτού· βρίσκεται μπροστά στο ιερό οστό και εκτελεί κυρίως τη λειτουργία αποβολής των κοπράνων. Ο μυϊκός χιτώνας των τοιχωμάτων του γίνεται πιο παχύς στο… …   Dictionary of Greek

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

  • ιερακάνθιος — ια, ο φρ. «ιερακάνθιοι σύνδεσμοι» οι σύνδεσμοι που ενώνουν τις άκανθες τού λαγόνιου οστού με το ιερό οστό …   Dictionary of Greek

  • ιεροκοκκυγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ιερό οστό και στον κόκκυγα (α. «ιεροκοκκυγική άρθρωση» β. «ιεροκοκκυγικό πλέγμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κοκκυγικός (< κόκκυξ). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

  • ιερομητρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ιερό οστό και στη μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + μητρικός < μήτρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πετρίνη] …   Dictionary of Greek

  • ιερονωτιαίος — α, ο αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο ιερό οστό και στη σπονδυλική στήλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”